μονόχειρ

μονόχειρ
(-ος) ο , η однорукий человек

Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. . 1980.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Смотреть что такое "μονόχειρ" в других словарях:

  • μονόχειρ — ο, η, αρσ. και μονόχειρας (ΑΜ μονόχειρ) αυτός που έχει ένα μόνο χέρι, κουλοχέρης, κουλός, μονοχέρης. [ΕΤΥΜΟΛ. < μον(ο) * + χειρ (πρβλ. αδικό χειρ, μαλακό χειρ)] …   Dictionary of Greek

  • μον(ο)- — (ΑΜ μον[ο] , Α ιων. μουν[ο] ) α συνθετικό πολλών λ. τής Ελληνικής που ανάγεται στο επίθετο μόνος* (ιων. μοῡνος) και έχει την έννοια ότι αυτό που δηλώνει το β συνθετικό: α) είναι ένα και μοναδικό ή έχει απομείνει μόνο ένα (μονοσύλλαβος,… …   Dictionary of Greek

  • μονόχειρος — μονόχειρος, ον (Μ) μονόχειρ. [ΕΤΥΜΟΛ. Μεταπλασμένος τ. τού μονόχειρ κατά τα επίθ. ος] …   Dictionary of Greek

  • χειρ — η / χείρ, χειρός, ΝΜΑ, και χείρα Ν, και αιολ. τ. χήρ Α 1. το χέρι 2. (ιδίως) το άκρο χέρι 3. συνεκδ. το άτομο τού οποίου το χέρι έκανε κάτι (α. «χειρ Χριστόδουλου Καλλέργη» ο εικονογράφος Χριστόδουλος Καλλέργης β. «χειρ δ ὁρᾷ τὸ δράσιμον», Αισχύλ …   Dictionary of Greek


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»